Μεταξύ των ετών 1945-1961, περίπου 3,6 εκατομμύρια Γερμανοί εγκατέλειψαν την κατεχομένη από τους Σοβιετικούς περιοχή της Γερμανίας και του ανατολικού Βερολίνου με προορισμό την δύση. Στις 15 Ιουνίου 1961 ο πρόεδρος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας Walter Ulbricht, δήλωσε ότι «ουδείς έχει την πρόθεση να κατασκευάσει τείχος». Όμως το υπουργικό συμβούλιο της Λ.Δ.Γ. στις 12 Αυγούστου 1961, με ανακοίνωσή του ανήγγειλε την δημιουργία «συστήματος» ελέγχου των συνόρων της Λ.Δ.Γ. Την επομένη ημέρα, τα χαράματα Κυριακή 13 Αυγούστου 1961, άρχισε η εγκατάσταση των πρώτων φραγμάτων και συρματοπλεγμάτων στο Βερολίνο που θα χώριζε τους δύο τομείς κατοχής σε ανατολικό και δυτικό, καθιστώντας αδύνατη κάθε δυνατότητα ελεύθερης μετάβασης από τον ένα τομέα στον άλλο. Τις επόμενες ημέρες τα συρματοπλέγματα άρχισαν να αντικαθίστανται από υψηλό τείχος που έμελλε να περάσει στην ιστορία ως το τείχος του Βερολίνου.
Στις 25 Οκτωβρίου 1961 στο συνοριακό φυλάκιο Checkpoint Charlie ήλθαν αντιμέτωπα σοβιετικά και αμερικανικά τεθωρακισμένα εξ αιτίας της άρνησης των συνοριοφυλάκων της Λ.Δ.Γ. να επιτρέψουν την διέλευση χωρίς έλεγχο, μελών των δυτικών συμμαχικών δυνάμεων στον σοβιετικό τομέα. Το επεισόδιο έληξε με αμοιβαία υποχώρηση των τεθωρακισμένων των δύο δυνάμεων κατοχής.
Το τείχος του Βερολίνου, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, είχε μήκος 145 χιλιόμετρα, περισσότεροι από 100.000 ανατολικογερμανοί προσπάθησαν να το περάσουν για να διαφύγουν στην δυτική Γερμανία και πολλές εκατοντάδες από αυτούς έχασαν την ζωή τους. Στις 4 Νοεμβρίου 1989 μεγάλη διαδήλωση κατοίκων της ανατολικής Γερμανίας στην γνωστή Alexanderplatz ήταν η αρχή του τέλους για το τείχος.
Το τείχος του Βερολίνου, όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του, είχε μήκος 145 χιλιόμετρα, περισσότεροι από 100.000 ανατολικογερμανοί προσπάθησαν να το περάσουν για να διαφύγουν στην δυτική Γερμανία και πολλές εκατοντάδες από αυτούς έχασαν την ζωή τους. Στις 4 Νοεμβρίου 1989 μεγάλη διαδήλωση κατοίκων της ανατολικής Γερμανίας στην γνωστή Alexanderplatz ήταν η αρχή του τέλους για το τείχος.
Στις 9 Νοεμβρίου 1989 με ανακοίνωσή της από τα Μ.Μ.Ε, η κυβέρνηση της Λ.Δ.Γ. επέτρεψε την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ ανατολικής και δυτικής Γερμανίας. Η αντίδραση των αντολικογερμανών ήταν άμεση. Άρχισαν να συρρέουν προς το τείχος και με κάθε μέσο επιδόθηκαν στην κατεδάφισή του.
Στις 3 Οκτωβρίου 1990 έγινε η ενοποίηση των δύο Γερμανιών και από τις 20 Ιουνίου 1991 το Βερολίνο είναι η πρωτεύουσα της ενιαίας Γερμανίας.Οι εκδηλώσεις για τα 50 χρόνια από την έναρξη ανέγερσης του τείχους θα γίνουν στην Μπέρναουερ Στράσε, το δρόμο που πολλά από τα κτήριά του χωρίστηκαν στη μέση. Εκεί σκοτώθηκε στις 22 Αυγούστου του 1961 η 59χρονη Ιντα Ζίκμαν, επιχειρώντας μάταια να περάσει στη Δύση. Ήταν το πρώτο θύμα.
Στις 3 Οκτωβρίου 1990 έγινε η ενοποίηση των δύο Γερμανιών και από τις 20 Ιουνίου 1991 το Βερολίνο είναι η πρωτεύουσα της ενιαίας Γερμανίας.Οι εκδηλώσεις για τα 50 χρόνια από την έναρξη ανέγερσης του τείχους θα γίνουν στην Μπέρναουερ Στράσε, το δρόμο που πολλά από τα κτήριά του χωρίστηκαν στη μέση. Εκεί σκοτώθηκε στις 22 Αυγούστου του 1961 η 59χρονη Ιντα Ζίκμαν, επιχειρώντας μάταια να περάσει στη Δύση. Ήταν το πρώτο θύμα.
Σημερα, 13 Αυγούστου, η τοπική επιτροπή του Αριστερού Κόμματος της Γερμανίας θα συγκεντρωθεί στο κρατίδιο του Μεκλεμβούργου - Δυτικής Πομερανίας, για να τιμήσει την 50ή επέτειο οικοδόμησης του Τείχους του Βερολίνου. Οι συμμετέχοντες στην εκδήλωση, πολλοί από αυτούς πρώην στελέχη του Κ.Κ. Ανατολικής Γερμανίας, αλλά και νέοι άνθρωποι, θα συζητήσουν απίστευτη πρόταση, που κατέθεσαν μέλη του κόμματός τους: να δηλώσει ότι η κατασκευή του Τείχους αποτελούσε αναπόδραστη αναγκαιότητα. Η υποστήριξη στο Τείχος δεν περιορίζεται, όμως, στο Αριστερό Κόμμα, καθώς όπως έδειξε σφυγμομέτρηση στο Βερολίνο, το ένα τρίτο των κατοίκων εκτιμά ότι το σύνορο μεταξύ των δύο Γερμανιών ήταν δικαιολογημένο. Η υποστήριξη αυτή αποτελεί, όμως, προσβολή στη μνήμη των εκατοντάδων που σκοτώθηκαν, προσπαθώντας να περάσουν στη Δύση και των χιλιάδων άλλων, που αντιστάθηκαν στο καθεστώς και στην πανταχού παρούσα μυστική του Αστυνομία, τη Στάζι, αναγκαίου στηρίγματος της κομμουνιστικής δικτατορίας.
«Η επέτειος αυτή είναι πολύ θλιβερή. Οταν μάλιστα βλέπει κανείς τις δημοσκοπήσεις αυτές, η θλίψη αυξάνεται, καθώς δείχνουν ότι το Τείχος ζει στα μυαλά πολλών ανθρώπων», λέει η καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον, Χόουπ Χάρισον. Αυτή η ιδεολογική επιβίωση του Τείχους σχετίζεται με την παρούσα οικονομική αβεβαιότητα, ιδιαίτερα μεταξύ γυναικών που ήταν 30 με 40 ετών την εποχή της κατάρρευσης της Ανατολικής Γερμανίας. «Για τους ανθρώπους αυτούς, η αίσθηση απογοήτευσης παραμένει», λέει ο Εβερχαρτ Χόλτμαν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης.
Η θέση των γυναικών ήταν άλλωστε ιδιαίτερα ευνοημένη στην κοινωνία της Ανατολικής Γερμανίας. Το σύστημα παιδικών σταθμών ήταν εξαιρετικό, επιτρέποντας στις μητέρες να απασχολούνται με κανονικό ωράριο. Δυτικογερμανοί συντηρητικοί διατείνονται ότι το σύστημα αυτό επέτρεπε στο κομμουνιστικό καθεστώς να προπαγανδίζει ανενόχλητο τις θέσεις του στη νέα γενιά. Η επανένωση των δύο κρατών το 1990 σήμανε τη διακοπή λειτουργίας των γιγάντιων και μη ανταγωνιστικών βιομηχανιών της Ανατολικής Γερμανίας. Εκατομμύρια εργαζόμενοι βρέθηκαν άνεργοι. Η άρχουσα τάξη του Κομμουνιστικού Κόμματος -καθώς και τα μέλη της Στάζι- έχασε και αυτή πολλά. Πολλοί διατηρούν το Τείχος στα μυαλά τους γιατί πιστεύουν ακόμη ότι η Ανατολική Γερμανία ήταν καλύτερο κράτος, αλλά και γιατί η ζωή τους στη νέα ενιαία Γερμανία δεν έχει προοπτική. Η ιδεολογική αυτή αρτηριοσκλήρυνση ευνοεί το Αριστερό Κόμμα, που εξασφαλίζει ικανοποιητικά ποσοστά στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, αποκτώντας έτσι ισχυρή φωνή στην Ομοσπονδιακή Βουλή, τη Μπούντεσταγκ.
Το πιο ανησυχητικό χαρακτηριστικό της επετείου αυτής είναι η επιρροή που συνεχίζει να έχει το Τείχος στη νέα γενιά. Αμέσως μετά την πτώση του Τείχους, οι ταλαντούχοι Ανατολικογερμανοί μετακινήθηκαν στη Δύση, προκαλώντας ριζική πληθυσμιακή μεταμόρφωση. «Πάνω από 1,6 εκατ. Ανατολικογερμανοί μετοίκησαν στη Δυτική Γερμανία. Η επίπτωση στην περιοχή υπήρξε τεράστια», λέει ο Στέφεν Κρένερτ, του ινστιτούτου δημογραφικών μελετών του Βερολίνου. Οσοι έφυγαν ήταν νέοι και μορφωμένοι, ενώ 60% από αυτούς ήταν κάτω των 30 ετών και στην πλειοψηφία τους, γυναίκες. Οι στατιστικές δείχνουν σήμερα ότι ελάχιστοι επέστρεψαν, προκαλώντας δραματική άνοδο του μέσου όρου ηλικίας στα κρατίδια της Ανατολής. Το 1989, 25,5% των Ανατολικών είχε ηλικία μικρότερη των 20 ετών. Το 2008, ως αποτέλεσμα της υποχώρησης της γεννητικότητας και της μετανάστευσης, το ποσοστό αυτό είχε υποχωρήσει στο 15,5%. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Δυτική Γερμανία είναι 19,9%.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου