Συνέβη πριν από ογδόντα χρόνια (1931) επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ενεργοποίησε το σύνολο των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας –ακόμη και την αεροπορία–, αποδείχθηκε ότι οφειλόταν απλά σε λίγους «αγανακτισμένους» της εποχής, καταγράφηκε από τον Τύπο ως «Κίνημα της Ομόνοιας» και παραδόθηκε σύντομα στη λήθη. Στις ημέρες μας η λέξη «κίνημα» έχει αποκτήσει εντελώς διαφορετική έννοια από εκείνην που είχε στην προπολεμική Ελλάδα, η οποία είχε γνωρίσει δεκάδες επιτυχημένα και μη κινήματα. Επιτυχημένο θεωρείτο το κίνημα που κατέληγε στην ανάληψη της εξουσίας, συνήθως από αξιωματικούς του Στρατού που εμπλέκονταν στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Στα δεκάδες αυτά κινήματα εντάσσεται και το «Κίνημα της Ομόνοιας», το οποίο οι περισσότεροι θεώρησαν «κωμικό», άλλοι «τουλάχιστον ύποπτο», κάποιοι τρίτοι «μεμονωμένας κινήσεις εστερημένας ευρυτέρας σημασίας» και άλλοι ως καθαρή «προβοκάτσια» για να περάσουν σκληρά αστυνομικά μέτρα.
Οι πληροφορίες
Όλα ξεκίνησαν τον Μάιο 1931, όταν στο «Ειδικόν Τμήμα Ασφαλείας» έφθασαν πληροφορίες ότι θα ξεσπούσαν ταραχές. Οι δυσμενείς συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί από την οικονομική κρίση που μάστιζε την χώρα, τα αυστηρά μέτρα που λαμβάνονταν από την κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, οι απολύσεις και τα κύματα αστυφιλίας έδιναν τροφή στις φήμες για οργανωμένες αντιδράσεις από αγανακτισμένες ομάδες πολιτών. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αστυνομικών αρχών, τα επεισόδια θα ξεκινούσαν από την πλατεία Ομονοίας. Οι οργανωτές τους θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τη μεγάλη κίνηση για να παρασύρουν τον κόσμο, ο οποίος ούτως ή άλλως ήταν έτοιμος να αντιδράσει. Ακόμη περισσότερο οι ιθύνοντες ανησύχησαν επειδή οι πληροφορίες ανέφεραν πως η ενέργεια θα συνοδευόταν και από αεροπλάνο, το οποίο θα υψωνόταν πάνω από την πόλη για να δώσει το σύνθημα της έναρξης των ταραχών. Οπότε σε συνεχείς συσκέψεις στις οποίες συμμετείχαν οι υπουργοί Εσωτερικών και Στρατιωτικών και οι αρχηγοί των όπλων και της Αστυνομίας, αποφασίστηκε να τεθούν σε επιφυλακή ο Στρατός και ο Στόλος, ενώ ένα αεροπλάνο έλαβε εντολή να πετά πάνω από την πόλη τις μεσημβρινές ώρες της 8ης Μαίου 1931 και να ενημερώνει τις Αρχές. Χωροφυλακή και στρατός ανέλαβαν τη φρούρηση των υπουργείων, του Ταχυδρομείου και των άλλων δημόσιων και δημοτικών καταστημάτων.
Το… κίνημα και οι προκηρύξεις
Πράγματι, την ώρα που πετούσε το στρατιωτικό αεροπλάνο πάνω από την πλατεία Ομονοίας, άρχισαν να πέφτουν πυροβολισμοί και να ακούγονται κραυγές «Ζήτω η Επανάστασις», «Ζήτω το Εθνος» κ.ά. Ο κόσμος άρχισε να τρέχει προς διάφορες διευθύνσεις τρομαγμένος. Δύο άτομα πυροβολούσαν στον αέρα. Αμέσως έτρεξαν άνδρες της Ασφάλειας που καιροφυλακτούσαν και έπεσαν κυριολεκτικά πάνω στους δράστες. Ταυτόχρονα, έφθασαν δυνάμεις της Αστυνομίας και άνδρες της «Ειδικής Ασφάλειας». Ο ένας από τους δράστες πυροβόλησε ανεπιτυχώς εναντίον του άνδρα της Ασφάλειας που πήγε να τον συλλάβει. Ωστόσο, εκτός από τα όργανα της τάξης παρενέβησαν και οι περαστικοί και τους ξυλοφόρτωσαν μέχρι… αναισθησίας. Τυχαία από το σημείο περνούσε και ένας απόστρατος ταγματάρχης, υπασπιστής άλλοτε του δικτάτορα Πάγκαλου. Το γεγονός έδωσε αφορμή να αποκτήσει «ταυτότητα» το κίνημα. Επί τόπου κατασχέθηκαν περίστροφα, δυναμίτιδες έτοιμες για χρήση, αλλά και μηχανογραφημένες προκηρύξεις. Οι τελευταίες καλούσαν τον ελληνικό λαό να επαναστατήσει και υπογραφόταν από την «Πανελλήνια Επαναστατική Επιτροπή». «Ελληνικέ λαέ, ήλθεν η ώρα της επαναστάσεως εναντίον εκείνων, οι οποίοι σε κυβερνούν σήμερον» ανέφερε η προκήρυξη, η οποία δικαιολογούσε την επανάσταση λόγω «των κλοπών, των νοθειών και των καταχρήσεων κατά παράβασιν του Συντάγματος και διά της αθλίας συνεργείας των δήθεν εκπροσώπων του λαού γερουσιαστών και βουλευτών».
Οι δράστες αφέθηκαν ελεύθεροι
Ποιοι ήταν όμως εκείνοι που εμφανίστηκαν ως πρωτεργάτες του κινήματος που πατάχθηκε εν τη γενέσει του; Ο επικεφαλής, ο οποίος έριξε και τις πρώτες πιστολιές, ήταν ο 45χρονος Κορίνθιος κτηματίας Αντώνιος Αντωνόπουλος και κύριος συνεργάτης του ο «φρεατωρύχος», πρώην χωροφύλακας και ουσιαστικά «μπιστικός» και συνομήλικος του πρώτου Σπύρος Κοντοβουνήσιος. Ο πρώτος μάλιστα ήταν γνωστός διότι είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει τον Πάγκαλο όταν ήταν δικτάτορας. Εκείνη η απόπειρα είχε γίνει στο ξενοδοχείο «Ποσειδώνιον» των Σπετσών. Και από πολέμιος του Πάγκαλου είχε γίνει από τους στενότερους και φανατικούς οπαδούς του, μέχρι που ένα χρόνο νωρίτερα -το 1930- στο σπίτι του είχε οργανωθεί ένα ακόμη αποτυχημένο κίνημα! Παρά το γεγονός ότι και άλλοι συμμετείχαν στα επεισόδια της Ομόνοιας, ποτέ δεν συνελήφθησαν.Εννοείται ότι οι δράστες προφυλακίστηκαν για να αποφυλακιστούν στα τέλη Ιουλίου του ίδιου χρόνου (1931), αφού το δικαστήριο τους καταδίκασε σε 8μηνη φυλάκιση και χρηματικό πρόστιμο, το οποίο κατέβαλε ο Αντωνόπουλος.
Επίλογος: Μαγκούρα εναντίον του υπουργού!
Από τότε ο πρωτεργάτης Αντωνόπουλος χάθηκε από το προσκήνιο, αλλά παρέμεινε στην επικαιρότητα ο Κοντοβουνήσιος, ο οποίος είχε πάρει φαίνεται σοβαρά το ρόλο του επαναστάτη. Περίπου δεκαπέντε ημέρες μετά την αποφυλάκισή του, στα μέσα Αυγούστου, πέρασε από την οδό Αιόλου, αγόρασε μία μαγκούρα και την έστησε έξω από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Όταν λοιπόν εμφανίστηκε ο υπουργός Δικαιοσύνης Νικόλαος Αβραάμ, ο οποίος εκείνες τις ημέρες κατηγορείτο για διάφορα σκάνδαλα, επιτέθηκε και τον πλάκωσε στις μαγκουριές! Στο Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο που οδηγήθηκε, ο Κοντοβουνήσιος κατέθεσε πως επιτέθηκε στον υπουργό διότι «έχω αγανακτήσει απ’ όσα διαβάζω στις εφημερίδες» και πως δεν μπορεί «να είναι υπουργός ένας τέτοιος άνρθωπος».Αυτή τη φορά όμως το δικαστήριο δεν του χαρίστηκε. Του επιβλήθηκε η αυστηρότερη ποινή -6 μήνες- χωρίς εξαγορά και οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή. «Εάν το ήξερα ότι είναι τόσο μικρή η ποινή θα έδερνα άλλους πέντε υπουργούς», είπε φεύγοντας από το δικαστήριο ο Κοντοβουνήσιος, ενώ οι εφημερίδες κατέγραφαν ως «ανισόρροπον» τον προστάτη του Αντ. Αντωνόπουλο. Την ίδια ημέρα η κυβέρνηση Βενιζέλου προέβαινε σε κατάσχεση όσων εφημερίδων είχαν αναφερθεί στο «σκάνδαλο Αβραάμ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου