Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Οι διατάξεις του νόμου 3838/2010 περί ιθαγένειας, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές από το Σ.τ.Ε.

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Αντισυνταγματικές κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας διατάξεις του νόμου 3838/2010 που αφορούν στην απόδοση ιθαγένειας σε αλλοδαπούς πολίτες.
Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου από το Δ Τμήμα του ΣτΕ.Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν έχει αναδρομική ισχύ(δεν αφορά τους πολίτες εκείνους που απέκτησαν την ιθαγένεια με το νόμο 3838/2010 , ούτε επηρεάζει το εκλογικό αποτέλεσμα δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, στις οποίες ψήφισαν αλλοδαποί που είχαν αποκτήσει την ιθαγένεια).

Σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι προσκρούει σε σειρά άρθρων του Συντάγματος η διάταξη Ν. 3838/2010 που προσβλέπει τόσο την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν όσο και την άσκηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι για την ανάδειξη των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η Ολομέλεια έκρινε ότι το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» επιφυλάσσεται μόνο στους Έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή, χωρίς αναθεώρηση της σχετικής διάταξης του Συντάγματος.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας επεσήμαναν ότι η πολιτογράφηση που προβλέπει ο Ν. 3838/2010 γίνεται με βάση αμιγώς τυπικές προϋποθέσεις (χρόνος νόμιμης διαμονής του αιτούντος αλλοδαπού ή της οικογένειας του, φοίτηση σε ελληνικό σχολείο επί ορισμένο χρόνο, ανυπαρξία καταδίκης για ορισμένα σοβαρά ποινικά αδικήματα) και χωρίς να γίνεται εξατομικευμένη κρίση για τη συνδρομή της ουσιαστικής προϋπόθεσης του δεσμού προς το ελληνικό έθνος του αλλοδαπού εκείνου που υποβάλλει αίτηση πολιτογράφησης.Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, οι προυποθέσεις του νόμου αυτού (που είναι σε ισχύ) δηλαδή, πενταετής παραμονή στην Ελλάδα, εξαετής φοίτηση σε σχολείο όταν πρόκειται για ανήλικα και απουσία ποινικής καταδίκης, κρίθηκαν ότι είναι τυπικές και όχι ουσιαστικές για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας.

Η μειοψηφία των δικαστών υποστήριξε ότι η πενταετής μόνιμη και νόμιμη διαμονή σε συνδυασμό με την εξαετή φοίτηση στο ελληνικό σχολείο αποτελούν στοιχεία επαρκή να για δικαιολογήσουν ένα πραγματικό και νομικό δεσμό του αλλοδαπού με την Ελλάδα και κατά συνέπεια τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας. Στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έχει προσφύγει εκλογέας, Έλληνας πολίτης και ζητούσε να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική η από 30 Απριλίου 2010 απόφαση του υπουργού Εσωτερικών που καθορίζει τα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίζονται κατά την αίτηση εγγραφής στο δημοτολόγιο, όπως και η από 7 Μαΐου 2010 εγκύκλιος του ίδιου υπουργού, η οποία δίνει το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι» (μόνο για τις θέσεις δημοτικών συμβούλων, συμβούλων δημοτικών διαμερισμάτων και τοπικών συμβούλων) στους ομογενείς και στους νομίμως διαμένοντες στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών για την ανάδειξη τους στην πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση.

Οι αρμοδιοτητες του ΣτΕ όπως προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 95 του Συντάγματος και του ειδικού Περί του ΣτΕ νόμου (Νομ. Δ/γμα 170/1973) διακρίνονται σε Διοικητικές και Δικαστικές.

Το ΣτΕ κρίνει υποθέσεις που φθάνουν σε αυτό: α) είτε απευθείας, με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά μιας εκτελεστής διοικητικής πράξης από κάποιον που έχει έννομο συμφέρον, οπότε μπορεί ή να ακυρώσει την πράξη ή να απορρίψει την αίτηση ακύρωσης,

β) είτε μετά από άσκηση αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου (Διοικητικού Πρωτοδικείου ή Διοικητικού Εφετείου), στο οποίο έχει προσφύγει πολίτης κατά διοικητικής πράξης ή άλλης πράξης του Δημοσίου.

Στη δεύτερη περίπτωση (αίτησης αναίρεσης κατά απόφασης τακτικού διοικητικού δικαστηρίου) το ΣτΕ επιτελεί σε σχέση με τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ρόλο παρόμοιο με αυτόν του Αρείου Πάγου σε σχέση με τα πολιτικά και τα ποινικά δικαστήρια.

Στη προκειμένη περίπτωση ελέγχει αν, με βάση τα δεδομένα πραγματικά περιστατικά, όπως τα έχει δεχθεί το κατώτερο δικαστήριο και τα οποία δεν μπορεί να αμφισβητήσει, ερμηνεύθηκε και εφαρμόστηκε σωστά ο νόμος (ουσιαστικός ή δικονομικός).

Το αν μια πράξη προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης (γεννά ακυρωτική διαφορά), ή με προσφυγή (γεννά διαφορά ουσίας), δηλαδή το αν κατά μιας πράξης πρέπει κανείς να προσφύγει στο ΣτΕ ή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, το ορίζει κάθε φορά ο νόμος.

Συνοπτικά με βάση τα παραπάνω το Συμβούλιο επικρατείας δικάζει:

1. Αιτήσεις ακύρωσης διοικητικών πράξεων για παράβαση νόμου, για υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας καθώς και για αναρμοδιότητα ή παράλειψη τύπου.

2. Προσφυγές πολιτικών, στρατιωτικών, δημοτικών κ.λπ. υπαλλήλων, κατά αποφάσεων Υπηρεσιακών Συμβουλίων περί προαγωγής, απόλυσης, υποβιβασμού κ.λπ.

3.Αιτήσεις αναίρεσης κατ αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων.

Σημειώνεται ότι οι προσφυγές ασκούνται εντός προθεσμίας 60 ημερών από της ημέρας της κοινοποίησης της προσβαλλομένης απόφασης.

Το ΣτΕ έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί Προεδρικών Διαταγμάτων. Κάθε Προεδρικό Διάταγμα οφείλει πριν σταλεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για υπογραφή και δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε και αποκτά ισχύ, να αποσταλεί πρώτα στο ΣτΕ για επεξεργασία. 
          πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου